🇬🇷 el en 🇬🇧

προσωρινή μνήμη

  • (πληροφορική) ενταμιευτής (buffer). Συνώνυμο: ενδιάμεση μνήμη
buffer
  • (υλικό υπολογιστή) μνήμη (όπως η RAM), η οποία λειτουργεί και διατηρεί ότι αποθηκεύει όσο τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα και επειδή μπορεί να προσφέρει υψηλές ταχύτητες αποθήκευσης και ανάκτησης χρησιμοποιείται ως κεντρική μνήμη
volatile memory
Wiktionary Links